θερμαίνω

θερμαίνω
θερμαίνω, [tense] aor.
A

ἐθέρμηνα Il.14.7

, etc., later

ἐθέρμᾱνα Arist.GA730a16

: [tense] pf.

τεθέρμαγκα Hsch.

s.v. κεχλίαγκα: [tense] pf. [voice] Pass.

τεθέρμασμαι Apollod.Poliorc.147.4

, Eust.1573.47, ([etym.] δια-) Hp.Vict.2.64: ([etym.] θερμός): —warm, heat,

εἰς ὅ κε θερμὰ λοετρὰ . . Ἑκαμήδη θερμήνῃ Il.14.7

;

ἥλιος θερμαίνων χθόνα E.Ba.679

, cf. A.Pers.505;

τὸ χαλκίον θέρμαινε Eup. 108

:—[voice] Med., cause to be warmed,

τῇ ἐρωμένῃ χαλκία δύο ὕδατος PSI 4.406.37

(iii B.C.):—[voice] Pass., to be heated, Od.9.376, Pl.Phd.63d;

τὸ θερμαῖνον ψύχεται ὑπὸ τοῦ θερμαινομένου Arist.GA768b18

; feel the sensation of heat, Pl.Tht.186d; to be or grow feverish, Hp.Epid.1.26.ιβ; to be parched, of roots, X.Oec.19.11.
2 metaph.,

θ. φιλότατι νόον Pi.O.10(11).87

;

ἕως ἐθέρμην' αὐτὸν φλὸξ οἴνου E.Alc.758

;

σπλάγχν' ἐθέρμαινον ποτῷ Id.Cyc.424

;

σπλάγχνα θ. κότῳ Ar.Ra.844

; πολλὰ θερμαίνοι φρενί is prob. f.l. for π. θ. φρένα, A.Ch.990(1004);

οὐ τοῦτο μή σε θερμήνῃ Herod.1.20

:—[voice] Pass., κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται glows with hope,
S.Aj.478; χαρᾷ θ. καρδίαν have one's heart warm with joy, E.El.402.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θερμαίνω — warm pres subj act 1st sg θερμαίνω warm pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαίνω — θερμαίνω, θέρμανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… …   Dictionary of Greek

  • θερμαίνω — θέρμανα, θερμάνθηκα, θερμασμένος 1. κάνω κάτι ζεστό: Ο ήλιος θερμαίνει τη Γη. 2. εμψυχώνω, δίνω κουράγιο: Η ελπίδα της επιστροφής τον θέρμαινε στην ξενιτιά. 3. τονώνω, εξάπτω: Ο ζήλος του θερμάνθηκε. – Θερμαίνεται η πολιτική ατμόσφαιρα. 4. το μέσ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμαίνεσθε — θερμαίνω warm pres imperat mp 2nd pl θερμαίνω warm pres ind mp 2nd pl θερμαίνω warm imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαίνετε — θερμαίνω warm pres imperat act 2nd pl θερμαίνω warm pres ind act 2nd pl θερμαίνω warm imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαίνῃ — θερμαίνω warm pres subj mp 2nd sg θερμαίνω warm pres ind mp 2nd sg θερμαίνω warm pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθερμαίνω — θερμαίνω (Α) [κατάθερμος] θερμαίνω υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • θερμαινομένων — θερμαίνω warm pres part mp fem gen pl θερμαίνω warm pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαινόμεθα — θερμαίνω warm pres ind mp 1st pl θερμαίνω warm imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαινόμενον — θερμαίνω warm pres part mp masc acc sg θερμαίνω warm pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”